μακελάρης

μακελάρης
ο
(λ. λατ.), θηλ. -ισσα
1. αυτός που σφάζει ζώα, ο χασάπης: Δούλευε μακελάρης στα σφαγεία.
2.μτφ., αυτός που σφάζει ανθρώπους, ο φονιάς, ο αιμοχαρής: Κάποιοι μακελάρηδες εξόντωσαν μια ολόκληρη οικογένεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”